πρωτοκάλεστος

πρωτοκάλεστος
-η, -ο, Ν
αυτός που κλήθηκε πρώτος ή μεταξύ τών πρώτων, ο πρωτόκλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + καλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτόκλητος — η, ο / πρωτόκλητος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κλήθηκε πρώτος, πρωτοκάλεστος 2. (κυρίως) προσωνυμία τού αποστόλου Ανδρέα επειδή πρώτος αυτός ακολούθησε τον Ιησού νεοελλ. μσν. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόκλητοι (στο Βυζ.) ναύτες που υπηρετούσαν στα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόκλητος — η, ο αυτός που καλέστηκε πρώτος, ο πρωτοκάλεστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”